Ζερβός, Σκεύος — (Κάλυμνος 1875 – Αθήνα 1966). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Βιέννης. Αρχικά, εργάστηκε ως βοηθός και κατόπιν ως επιμελητής στον Ευαγγελισμό. Ταξίδεψε έπειτα στις ΗΠΑ … Dictionary of Greek
обнажати — ОБНАЖА|ТИ (10), Ю, ѤТЬ гл. 1. Обнажать, делать нагим: плачеть || слезы изливающи. пазуху объимающи сесца обнажающи. ГБ XIV, 134а–б. 2. Открывать, раскрывать, обнаруживать чтол. Образн.: тако б҃жьствьныи. флави˫анъ злосмрадьныи ископавъ источьникъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γυμνοπαιδική — γυμνοπαιδική, η (Α) χορός γυμνών αγοριών … Dictionary of Greek
δάσωση — η [δασώνω] η δενδροφύτευση γυμνών εκτάσεων για την ανάπτυξη δάσους … Dictionary of Greek
λωτός — I Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως… … Dictionary of Greek
ομόκοιλα — τα, ή ομόκοιλοι, οι ζωολ. υπόταξη γυμνών σπόγγων τών οποίων η εσωτερική επιφάνεια τής πρωτόγονης γαστρικής κοιλότητας καλύπτεται εξ ολοκλήρου από χοανοκύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homocoela (< ομ(ο) * + κοίλος)] … Dictionary of Greek
πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… … Dictionary of Greek
πρωτοπλάστης — ο, Ν 1. βιολ. φυτικό ή βακτηριακό κύτταρο που δεν περιβάλλεται από περικυτταρικό σκληρό τοίχωμα 2. βοτ. (σχετικά με φυτικό κύτταρο) το κυτταρόπλασμα, ο πυρήνας, οι κυτταρικές μεμβράνες και τα κυτταρικά οργανίδια, χωρίς όμως το κυτταρικό τοίχωμα ή … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek
υαλόσπογγοι — οι, Ν ζωολ. μία από τις τρεις ομοταξίες σπόγγων, γνωστή και με την ονομασία εξακτινελλίδες, που, σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, αποτελούσε τάξη τών γυμνών σπόγγων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyalospongiae (< ύαλος +… … Dictionary of Greek